Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

χρηστόν τι

См. также в других словарях:

  • χρηστόν — χρηστός useful masc acc sg χρηστός useful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρῆστον — Χρῆστος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • благость — БЛАГОСТ|Ь (120), И с. 1.Доброта, милосердие, милость: поне же слышимъ б҃а глагѡлюштѩ. ˫Ако ноуждьно ѥсть цр҃ствиѥ нб҃сьноѥ. и ноужьници въсхыщають ѥ. вѣроуѥмъ бл҃гости ѥго. Изб 1076, 219; о бл҃гости б҃жи˫а ѥже бо испьрва мѣсто назнаменавъ и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Chiasmos — (gr.), 1) Bezeichnung mit einem χ od. auch einem Kreuze, an Stellen, welche für unecht gehalten wurden (vgl. Obelos); mit Punkten zu beiden Seiten (.χ.) od. χρ (d.i. χρήσιμον [nützlich] od. χρηστόν [gut]), bezeichnet man die schönsten Stellen; 2) …   Pierer's Universal-Lexikon

  • благыи — (>1000) пр. 1.Хороший, добрый; праведный, святой: Нши сѩ жены моудры агы. (ἀγαϑῆς) Изб 1076, 159; роусьскыи кънѩзь благыи Надп 1093 (2); къ... бл҃гомоу и б҃оносьномоу оц҃ю нашемоу ѳеодосию ЖФП XII, 59г; приведе бл҃гаго моужа ѡного... и биѥть… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ευφημία — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μεγαλομάρτυρας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Διοκλητιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 16 Σεπτεμβρίου. 2. Ε. η μάρτυρας. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐφημία) [εύφημος]… …   Dictionary of Greek

  • προσεκπορίζω — Α προμηθεύω, παρέχω κάτι ακόμη («χρηστόν τι προσεκπορίζουσι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκπορίζω «προμηθεύω»] …   Dictionary of Greek

  • συμβαίνω — ΝΜΑ [βαίνω] 1. γίνομαι, συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», Ξεν. γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», Πλάτ.) 2. (τριτοπρόσ.) συμβαίνει γίνεται κάτι, συντελείται κάτι, ιδίως τυχαία (α.… …   Dictionary of Greek

  • συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… …   Dictionary of Greek

  • συνεκδαπανώ — άω, Α κατασπαταλώ, καταξοδεύω συγχρόνως («μήπως τῷ μοχθηρῷ χυμῷ συνεκδαπανήσῃς καὶ τὸν χρηστόν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκδαπανῶ «σπαταλώ, καταξοδεύω»] …   Dictionary of Greek

  • χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»